τυιδε

τυιδε
    τυῖδε
    эол.-дор. (= τῇδε См. τηδε)
    1) здесь Theocr.
    2) сюда Theocr.

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "τυιδε" в других словарях:

  • τυίδε — τυΐδε , τυῖδε hither aeolic (indeclform adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τυῖδε — hither aeolic (indeclform adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τυΐδε — και τυῑδε Α (αιολ. και δωρ. τ. αντί τῇδε) 1. εδώ, από εδώ 2. (με ρ. κίνησης) προς τα εδώ («τυῑδ ἐλθέ», Σαπφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < τυΐ* + επιρρμ. κατάλ. δε (πρβλ. ἐνθά δε)] …   Dictionary of Greek

  • τυίδ' — τυΐδε , τυῖδε hither aeolic (indeclform adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»